- καραφάκι
- τουποκορ. του καράφα μικρή φιάλη: Ήπιε μόνος του δυο καραφάκια ούζο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καραφάκι — το (υποκορ. τού καράφα) μικρή καράφα … Dictionary of Greek